Από τους κυρατζήδες στους νταβατζήδες

Τα δυσάρεστα στοιχεία για την εξέλιξη των ελληνικών εξαγωγών κατά την περίοδο της κρίσης, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, δημιουργούν σε πολλούς ερωτήματα για το «που χάθηκε το επιχειρηματικό δαιμόνιο των Ελλήνων οι οποίοι κατά τον 18ο και στις αρχές του 19ου αιώνα ήλεγχαν το εμπόριο της Βαλκανικής, της Κεντρικής Ευρώπης και της Νότιας Ρωσίας».

Η γενικότερη εικόνα αδυναμίας του ελληνικού επιχειρείν να ενισχύσει τη διεθνή του παρουσία αδικεί μεγάλο αριθμό εταιρειών που πέτυχαν να πολλαπλασιάσουν τις εξαγωγές τους τα τελευταία χρόνια. Οι αριθμοί δεν ευνοούν, πάντως. Μάλιστα η εξαγωγική καχεξία της ελληνικής οικονομίας επισημαίνεται και από τους διεθνείς οργανισμούς οι οποίοι πιθανώς περίμεναν πως η συμπίεση του κόστους παραγωγής θα είχε οδηγήσει σε καλύτερα αποτελέσματα.

Οσοι μιλούν για το επιχειρηματικό δαιμόνιο των Ελλήνων έχουν στο μυαλό τους τους κυρατζήδες, τους αγωγιάτες, που διέσχιζαν εκείνα τα χρόνια τους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους της ευρύτερης περιοχής, τους χιλιάδες αργαλειούς και τα βαφεία στα Αμπελάκια, στον Τύρναβο, την επεξεργασία γούνας στη Δυτική Μακεδονία, τους εμπορικούς οίκους του παροικιακού Ελληνισμού στη Βιέννη και σε πολλές πόλεις της Κεντρικής / Ανατολικής Ευρώπης.

«…βούιζε ο Τίρναβος από τον κρότο των 2.500 αργαλειών που ύφαιναν πανιά ή βαμβακερά υφάσματα και των 60 κερχανάδων (βαφείων) που τα έβαφαν με το ριζάρι. Επίσης 100 περίπου σερβετάδες καταγίνονταν με την ύφανση μεταξωτών» γράφει ο Απ. Βακαλόπουλος στην «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού». Ακόμη και το 1810, όταν οι βιοτεχνίες των ορεινών χωριών της Ελλάδας είχαν αρχίσει να παρακμάζουν λόγω του διεθνούς ανταγωνισμού από τις σύγχρονες μηχανές των Αγγλων, οι κάτοικοι εξήγαν νήματα, υφάσματα βαμβακερά και μαντήλια αξίας 2.000.000 γροσίων όχι μόνο στην Ανατολή, αλλά και στη Μάλτα, Λιβόρνο, Τεργέστη και στην Γερμανία.

«Κατά την εποχή της ευημερίας των Αμπελακίων υπήρχαν σε λειτουργία 24 εργαστήρια σε πλήρη απόδοση. Οι εργάτες ήταν περίπου 2.000 και η μέση ετήσια παραγωγή κόκκινου βαμβακερού νήματος έφτανε τις 3.000 μπάλλες 250 λιβρών βάρους η κάθε μία (123 κιλά)» γράφει ο Τάσος Βουρνάς στην «Ιστορία της Νεότερης και Σύγχρονης Ελλάδας».

Αυτός ο κόσμος χάθηκε, όμως, γιατί δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες μηχανές του εξωτερικού. Εμεινε, βέβαια, στον παροικιακό Ελληνισμό σημαντικός πλούτος, αλλά ο τελευταίος δε μπορούσε να επηρρέάσει τις εξελίξεις στην Ελλάδα. Η νέα γενιά του ελληνικού επιχειρείν, που άρχισε να ξεμυτίζει 50 – 60 χρόνια αργότερα, είχε άλλες αφετηρίες, άλλα ερεθίσματα. Τότε δημιουργήθηκαν οι πρώτοι κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες, οι πρώτοι εργολάβοι, οι ενδιάμεσοι που χρησιμοποιούσαν το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα για να πλουτίσουν.

Ακόμα και η πρώτη γενιά βιομηχάνων, οι οποίοι κατά την περίοδο 1867 – 1874 ίδρυσαν περί τα 100 νέα ατμοκίνητα εργοστάσια, είχε αποκλειστικό στόχο την εσωτερική αγορά. Εκατόν πενήντα χρόνια μετά ακόμα αναρωτιόμαστε γιατί δεν εξάγουμε, όταν ελάχιστοι υπήρξαν αυτοί που λειτούργησαν με την λογική του Δυτικού κόσμου, του καινοτόμου και πρωτοπόρου βιομήχανου. Αφού η πολιτεία επιβράβευε και επιβραβεύει τους αετονύχηδες…

This entry was posted in "Ανάπτυξη", Εξαγωγές and tagged , , . Bookmark the permalink.

2 Responses to Από τους κυρατζήδες στους νταβατζήδες

  1. Ξεχνάς τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας και της διασποράς που έλεγχαν όλο το εμπόριο της Ανατολικής Μεσογείου και της Μαυρης Θάλασσας….

Αφήστε απάντηση στον/στην fotisk Ακύρωση απάντησης